Ελληνο-αγγλικό Λεξικό (Γεωργακά)
| 20.718 εγγραφές [191 - 200] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- άβλητος, -η, -ο [ávlitos] (L)
- not hit; not susceptible to being hit:
- άβλητο θωρηκτό.
- not hit; not susceptible to being hit:
- αβλόγητος, -η, -ο [avlóyitos]
- ① not blessed by the priest:
- αβλόγητα κόλλυβα |
- το παιδί πέθανε αβάφτιστο κι αβλόγητο
- ② cohabiting w. no church wedding (syn αστεφάνωτος):
- την έχει αβλόγητη {sc τη γυναίκα} he lives w. her in sin or without a church wedding
[fr βλογώ 'bless'; cf ευλογητός: MG ανευλόγητος]
- ① not blessed by the priest:
- αβόγγητα [avóŋɟita] adv (& αβόγγιστα)
- without a moan or groan, uncomplainingly (syn αγόγγυστα):
- την έκλαιγα {sc την ευτυχία} αμίλητα και ~στα άδυτα των αδύτων μου (Palam) |
- poem κράτα, πουλί, την ορμηνειά σου κ' ετοιμάσου | το βόλι να δεχτής αβόγγιστα | στα χρυσοφτέρουγά σου (Skipis) |
- και μες στο νου σου το λαμπρό π' ως ο Aλφειός ~| κυλούσε, | του ελέφαντα και του χρυσού μπροστά του ο θησαυρός | αναρροούσε (Sikel).
- without a moan or groan, uncomplainingly (syn αγόγγυστα):
- αβόγγητος, -η, -ο [avóŋɟitos]
- not groaning, not moaning (syn αγόγγυστος)
- ⓐ that for which one has not moaned or groaned:
- ο δραγάτης τρώει το ψωμί αβόγγητο
[fr βογγώ ← AG γογγύζω; adv form αβόγγιστα ← αγόγγυστα]
- αβοήθητα [avoíθita] adv
- without help.
- αβοήθητος, -η, -ο [avoíθitos]
- without help, unaided, unassisted:
- θα 'ταν αδύνατο να περπατήση ~ (Xenop) |
- δε μπορούσα και να την αφήσω αβοήθητη (Theotokas) |
- πολέμησε στην αρχή μονάχος κι ~ (Prevelakis) |
- η οικοδέσποινα επωμίζεται... αβοήθητη τα βάρη του οίκου (Palaiologos) |
- ~ μοχθεί ο δήμαρχος (id.) |
- η βούληση αβοήθητη είναι δύναμη τυφλή και απείθαρχη (Papanoutsos) |
- βρέθηκε μόνος και ~ και... απέτυχε παταγωδώς (id.) |
- οι ανεφοδιασμοί σταματάνε σχεδόν, ο στρατός πορεύεται ~ (Terzakis) |
- poem φλόγα, εσύ τότε αβοήθητη κ' έρμη εσύ φλόγα, κρύψου (Palam)
[fr K ← AG ἀβοήθητος]
- without help, unaided, unassisted:
- αβόητα [avóita] adv (& αβόιστα & αβούητα)
- without clamor or roar, quietly (syn αθόρυβα) .
- αβόητος, -η, -ο [avóitos] (& αβόιστος & αβούητος)
- without clamor or roar, noiseless, quiet (syn αθόρυβος, σιγανός):
- poem και λογισμών αβόητων συνοδεία | της πιθυμιάς μου τον ανθό είχε κλείσει (Sikel) |
- μες σε χαρών αβόητων μελωδία | άκουα | -θάμα- | να γιομίζη αδιάκοπα | η κρυφή κερήθρα μου γλυκά! (id.)
[fr K ← AG ἀβόητος 'kept silent'; cf βοητό and βουητό]
- without clamor or roar, noiseless, quiet (syn αθόρυβος, σιγανός):
- αβοκάτος [avokátos] ο, obsolesc
- lawyer, counsel for the defense, defender, advocate (syn συνήγορος):
- δεν το καταδεχότανε να ζη τίμιος ~ |
- poem ρασοφόροι, δασκάλοι, ρουσφετλήδες, οικοπεδοφαγάδες, αβοκάτοι (Palam)
[fr MG αβοκάτος ← It avvocato 'lawyer']
- lawyer, counsel for the defense, defender, advocate (syn συνήγορος):
- άβολα [ávola] adv
- ① unsuitably, inconveniently, uncomfortably (syn όχι βολικά):
- έτσι που είναι συγυρισμένο το δωμάτιο μου έρχεται ~ |
- ένας λαός πρακτικός δέχεται να κατοική τόσο ~ (Michelis)
- ② unfavorably, contrarily (syn ανάποδα, αντίξοα):
- το πράγμα μού ήρθε ~ |
- poem σα διαβαίνει | κοπάδι τους βυθούς και το τσακώνουν | με τον πανάρχαιον αργαλειόν, οργώνουν | έτσι ~ τη γης, που ό,τι να μένη | στο γιαλό δε βολεί κλ (Mammelis).
- ① unsuitably, inconveniently, uncomfortably (syn όχι βολικά):



