Διδακτικά Βιβλία του Παιδαγωγικού Ινστιτούτου

Αναζήτηση

Βρες
Εμφάνιση

Τα μηχανάκια

ΜΕΝΗΣ ΚΟΥΜΑΝΤΑΡΕΑΣ

Δημήτρης Μυταράς, Μοτοσικλετιστής Α'

Η μπίλια ξεγλίστρησε κι ήρθε ν' ακουμπήσει πάνω στο αριστερό σπέσιαλ χωρίς να το ανάψει.

Από κει παίρνοντας φόρα κατηφόρισε με ορμή και στάθηκε ανάμεσα στα φλιμπεράκια, φλερτάροντας και τα δυο. Όμως εκείνα, νευρικά όπως ήταν, αντί να της κλείσουν το δρόμο, της τον άνοιξαν, κι η μπίλια πήγε να βρει τις αδελφές της στο στομάχι του κουτιού. "Τουλάχιστον αυτή δεν την κατάπιε το πηγάδι", πρόφτασε να σκεφτεί ο Ανάστασης προτού ξαπολήσει την πέμπτη και τελευταία μπίλια. Την είδε ν' ανηφορίζει το διάδρομο με την ψυχή στο στόμα, έπειτα να περνά ξυστά ανάμεσα από τον Άρειο και μια κοπέλα με μαγιό και μισάνοιχτο στόμα, που ως εκείνη τη στιγμή δεν είχε παίξει κανένα ρόλο. Ήρθε να σταθεί δίπλα της, κι η κοπέλα άναψε όλη με μια ξαφνική φεγγοβολή. Τα μάτια του Ανάσταση πετάχτηκαν έξω. Η μπίλια, τρομοκρατημένη, όπου φύγει-φύγει. Χτυπήθηκε ανάμεσα στα ελάσματα που ήταν φυτεμένα εδώ κι εκεί σα δέντρα, άναψε μερικούς αριθμούς στο ταμπλό, κι ήρθε απροσδόκητα να πέσει με τα μούτρα πάνω στο σπέσιαλ. "Μπράβο", είπε η φωνή δίπλα του, "τώρα πήρες παρτίδα", κι ένα κουδούνισμα και μια βιαστική προσθαφαίρεση στο ταμπλό επισφράγισαν τη νίκη. Η μπίλια όμως, ζαλισμένη από τόσες επιτυχίες, τράβηξε απρόσεχτα στη μεριά του πηγαδιού, παραπάτησε, και ζαλισμένη από τις αναθυμιάσεις, έπεσε απελπισμένη, φωνάζοντας, στα σκοτεινά του έγκατα. Τα χέρια του Ανάσταση τρέμανε, η ανάσα του είχε κοπεί, το κεφάλι του γύριζε. "Μπράβο", είπε πάλι η φωνή, "τώρα μπορείς να παίξεις δυο φορές συνέχεια χωρίς να πληρώσεις". Ο Ανάστασης ένιωσε τους μυς του να τεντώνονται σα σχοινί που πηγαίνει να σπάσει. Με το πίεσμα της λαβής έστειλε την πρώτη μπίλια ν' ανέβει το διάδρομο απογειώσεως και να χτυπηθεί μέσα στα ελάσματα ως τα φλιμπεράκια. Ένα σύννεφο ήρθε να σταθεί μπροστά στον Ανάσταση. Έπαιζε κουφά, τυφλά, δεν ήξερε να πει πόσες ώρες. Δίπλα του, πίσω του, είχε μαζευτεί ένας κόσμος που φώναζε ρυθμικά με το μηχανάκι, που αγκομαχούσε μαζί του, που ίδρωνε με τον Ανάσταση. Άλλος τον χτυπούσε στην πλάτη, κι άλλος του φώναζε "μπράβο μπαγάσα" και "δόστου". "Δεν είναι μικρό πράγμα να παίρνεις εννιά παρτίδες στη σειρά!" έλεγε κάποιος μπασμένος στο παιχνίδι κι ένας άλλος απαντούσε: "Στοίχημα πως θα πάει για δέκατη!". Κι οι μπίλιες φρεναρισμένες, ασυμμόρφωτες, αλώνιζαν δεξιά κι αριστερά. "Ένας τέτοιος ακόμα και θα μου κλείσει το μαγαζί", μονολογούσε ένας χλωμός παχύς, πίσω από τον πάγκο, που είχε το νευρικό συνήθειο να χώνει κάθε λίγο και λιγάκι το χέρι του μέσα στην τσέπη της ποδιάς του. Στο έβδομο παιχνίδι ο Ανάστασης δε μπόρεσε να χτυπήσει μεγάλο άθροισμα στο ταμπλό, να εξουδετερώσει τον Άρειο, να περάσει δυο φορές τις μπίλιες από τους πλάγιους διαδρόμους και μια από τη μέση, κατά πως απαιτούσαν οι κανονισμοί, ούτε ν' ανάψει το μεγάλο σπέσιαλ. Όλοι οι συνδυασμοί πήγαν χαμένοι. Μα την τελευταία στιγμή το μικρό αστεράκι που σφράγιζε στον πίνακα το τέρμα της παρτίδας ήρθε να σταθεί δίπλα στο άθροισμα - ένα παραθυράκι τύχης που σου άφηνε ανοιχτό το μηχανάκι για να κερδίζεις την τελευταία στιγμή, μια χαμένη παρτίδα. "Τύχη βουνό!" άρχισαν να φωνάζουν όλοι, κι ο καταστηματάρχης άρχισε να βάζει το χέρι του στην τσέπη συχνότερα, σα να τον έτρωγε. "Στοπ!" είπε η φωνή δίπλα του, "μην προχωρήσεις άλλο". Ο Ανάστασης γύρισε να κοιτάξει έκπληκτος. Τώρα που είχε φτάσει στο απόγειο του παιχνιδιού γινόταν ποτέ να το αφήσει στη μέση; "Ακριβώς γι' αυτό", είπε η φωνή και τον τράβηξε από το μανίκι. Ήταν ένας τακτικός παίκτης στα ιπποδρόμια και στις ρουλέτες, που φαινόταν να έχει την απαιτούμενη πείρα. "Αύριο πάλι", τούπε στ' αυτί καθώς τον τραβούσε στην έξοδο. Ο Ανάστασης πέρασε μέσα από τον κόσμο που τον έτρωγε με τα μάτια. Ήταν σαν να είχε πιει κάμποσα κιλά κρασί. "Έχω το αμάξι μου έξω", είπε η φωνή, "θέλεις να σε πάρω καμία βόλτα ; " Δεν έφερε αντίσταση κι άφησε το Μάκη - το παιδί με το αυτοκίνητο να τον περάσει από τη χαμηλή πόρτα μιας Ντωφίν. Έπειτα ο Μάκης άναψε τη μηχανή, έλυσε το χειρόφρενο και πάτησε το γκάζι. Ο Ανάστασης πρόφτασε να δει στο βάθος του δρόμου το καφενείο να χάνεται, αυτού του ίδιου δρόμου που, κάθε πρωί, για να πάει σχολειό, τον φορτωνόταν στην πλάτη.

Ο Μ. Κουμανταρέας είναι σύγχρονος Έλληνας πεζογράφος.

Α. Ανάγνωση κατανόηση του κειμένου 1. Πώς νιώθει ο Ανάστασης όταν παίζει "φλιμπεράκια"; 2. Ποια στάση έχουν οι άλλοι θαμώνες απέναντι στον Ανάσταση που κερδίζει;