Διδακτικά Βιβλία του Παιδαγωγικού Ινστιτούτου

Αναζήτηση

Βρες
Εμφάνιση

ΕΛΛΗ ΑΛΕΞΙΟΥ

«Πολυτεχνείο»

Τα παιδιά από τον πομπό τους καλούσαν τον κόσμο να κατέβει στο χώρο του Πολυτεχνείου…. να συμπαρασταθεί… και όταν κατέβηκαν και σε συνέχεια κατέβηκε και η αστυνομία με τα δακρυγόνα και τα όπλα, και γέμισαν οι δρόμοι τραυματίες και πληγωμένους και κυνηγημένους, τότε οι πομποί άρχισαν να κάνουν εκκλήσεις στον κόσμο να στείλει φαρμακευτικά είδη και αιμοδότες και φορεία, ενώ συγχρόνως ζητούσαν και νοσοκόμους και πάλι φορεία… και πάλι γιατρούς… Οι ιεροί χώροι των μαθημάτων είχαν μεταβληθεί σε χειρουργεία πολεμικού μετώπου… Οι πομποί επαναλάβαιναν και φώναζαν στο στρατό να μη χτυπάει, γιατί τα παιδιά είναι άοπλα. «Είμαστε άοπλοι… είμαστε άοπλοι! Μη χτυπάτε…» Οι ύαινες καταλαβαίνουν από τέτοια γλώσσα; Ο κοσμάκης έκανε ό,τι μπορούσε…. γέμισε το Πολυτεχνείο τρόφιμα: κονσέρβες, ψωμιά, παξιμάδια, φρούτα … Ωσότου τα τάνκς παραβίασαν τις πόρτες και πέρασαν μέσα σκοτώνοντας τα παιδιά τα ανεβασμένα στα κάγκελα… τα σκόρπια στην αυλή… Κινδύνεψε από τραύμα διαμπερές και ο γιος του ποιητή Κουλουφάκου και η κόρη της συγγραφέως Δαμιανάκου… ενώ οι γύρω χώροι γέμισαν αίματα και ξαπλωμένα, πληγωμένα παιδιά. Ακόμα και σήμερα (συνεχίζω μήνες αργότερα) ύστερα από τόσους μήνες -γράφω τον Απρίλη του 1974- δεν έχει γνωσθεί ο σωστός αριθμός των σκοτωμένων. Η κυβέρνηση άρχισε να τους βγάζει εννέα, ύστερα τους είπε έντεκα… οι ξένοι σταθμοί όλοι τους λέγανε πως ξεπερνούνε τους εκατό, ενώ η Ντόυτσε Βέλε τους ανέβασε σε τριακόσιους πενήντα… το σωστό είναι πως γίνηκε μακελειό. Γιατί; Από έρωτα στο έγκλημα αποτελείωναν τα τραυματισμένα παιδιά! Τι μπορούσαν να κάμουν άοπλα φοιτητάκια, άπειρα….. Ίσως φοβήθηκαν τον ξεσηκωμό του κόσμου· που πραγματικά είχε αρχίσει να κατεβαίνει αθρόος στο χώρο του Πολυτεχνείου….

Σε μια στιγμή, από το κρεβάτι που βρισκόμουν ξαπλωμένη, κάτι μίλησε μέσα μου: — Αναστασία! φωνάζω στη νύφη μου -τη γυναίκα του Ραδάμανθυ- σήκω ντύσου! — Πού να πάμε; με ρωτάει απορημένη. — Στο Πολυτεχνείο! — Να κάνουμε τι εμείς, γριές γυναίκες… — Σε τούτη την περίσταση είναι καλό που είμαστε γριές… ξέρεις πόσο θα τονωθούν τα παιδιά να δουν δύο γυναίκες, τόσο γριές, να τους συμπαραστέκονται; — Μα δε κοιτάς τώρα τα χάλια σου, μόνο σου μπήκε στο νου τέτοια κουζουλάδα….

Απάνω στην ώρα χτύπησε η πόρτα και μπήκε μέσα αλαφιασμένη η Βενετία Καπετανάκη. Είχε συνοδέψει μια μάνα, φίλη της, ως το Πολυτεχνείο, να δει μήπως καταφέρει να μπει μέσα και να πείσει τους δυο γιους της να φύγουν… εκεί στην πόρτα του Πολυτεχνείου τις βρήκαν τα δακρυγόνα και τις τύφλωσαν. Ήρθε η Βενετία και ζητούσε βαζελίνη… κάτι να της δώσουμε να αλαφρώσουν τα μάτια της, για να μπορέσει να οδηγήσει το αυτοκίνητό της… τότε είπα, αφού η Αναστασία δε θέλει να 'ρθει, να βρω τουλάχιστον κανένα παιδί της εμπιστοσύνης, να στείλω εις χρήμα τη συμπαράστασή μου…. Και βρήκα, αλλά ήταν το καημένο βουτηγμένο στη θλίψη… «Δε μας χρειάζονται πια, κυρία Αλεξίου, χρήματα… να ξέρατε τι ποσά έδινε ο κόσμος, μα τώρα τα τάνκς παραβίασαν το χώρο του Πολυτεχνείου, που το είχαν κηρύξει άσυλο απαραβίαστο, και δέρνουν, σκοτώνουν… πεδίον μάχης γίνηκε το Πολυτεχνείο μας…».

Ε. Αλεξίου (1894-1988): Αξιόλογη ελληνίδα πεζογράφος. Έργα της: Σκληροί αγώνες για μικρή ζωή, Γ' Χριστιανικόν Παρθενεγωγείον, Ανθρωποι, Λούμπεν κ.ά.