Διδακτικά Βιβλία του Παιδαγωγικού Ινστιτούτου

Αναζήτηση

Βρες
Εμφάνιση

2η Ενότητα Γνωριμία με τον κόσμο της Επιστήμης και της Τεχνολογίας

100 χρόνια μοναξιάς Οι νέες εφευρέσεις

ΓΚ. ΜΑΡΚΕΣ

Με κέντρο το φανταστικό χωριό Μακόντο και την οικογένεια του Μπουενδία, ο συγγραφέας διηγείται ρεαλιστικά το χρονικό της ζωής στην Κολομβία στις αρχές του εικοστού αιώνα.

Πολλά χρόνια αργότερα, μπροστά στο εκτελεστικό απόσπασμα, ο συνταγματάρχης Αουρελιάνο Μπουενδία θα θυμόταν εκείνο το μακρινό απόγευμα, που ο πατέρας του τον είχε πάει να γνωρίσει τον πάγο. Το Μακόντο ήταν τότε ένα χωριό με είκοσι σπίτια από πηλό και καλάμια, χτισμένα στην όχθη ενός ποταμού με διάφανα νερά, που κυλούσαν σε μία κοίτη με λείες πέτρες, άσπρες και τεράστιες, σαν προϊστορικά αβγά. Ο κόσμος ήταν τόσο νεόπλαστος ώστε πολλά πράγματα δεν είχαν όνομα και για να τα αναφέρεις έπρεπε να τα δείξεις με το δάχτυλο. Κάθε χρόνο, το Μάρτη, μία οικογένεια κουρελιάρηδων τσιγγάνων έστηνε τη σκηνή της κοντά στο χωριό και με μεγάλη φασαρία, με σφυρίχτρες και νταούλια, επιδείκνυε τις καινούργιες εφευρέσεις. Στην αρχή είχαν φέρει το μαγνήτη. Ένας σωματώδης τσιγγάνος με άγρια γενειάδα και χέρια σαν σπουργίτια, που παρουσιάστηκε με το όνομα Μελκίαδες, έκανε μία εντυπωσιακή δημόσια επίδειξη του πράγματος που ο ίδιος ονόμαζε το όγδοο θαύμα των σοφών αλχημιστών της Μακεδονίας. Άρχισε να γυρίζει από σπίτι σε σπίτι σέρνοντας δύο μεταλλικές πλάκες κι όλος ο κόσμος τα έχασε βλέποντας κατσαρόλες, τηγάνια, τσιμπίδες και μαγκάλια να πέφτουν από τη θέση τους και τα ξύλα να τρίζουν, καθώς απελπισμένα τα καρφιά και οι βίδες προσπαθούσαν να ξεκαρφωθούν, κι ακόμα και αντικείμενα χαμένα από πολύ καιρό εμφανίστηκαν από εκεί που πιο πολύ τα 'χαν γυρέψει, για να συρθούν με εκκωφαντική αταξία πίσω απ' τα μαγικά σίδερα του Μελκίαδες.

"Τα πράγματα έχουν τη δική τους ζωή", διαλαλούσε ο τσιγγάνος με τραχιά προφορά, "φτάνει μόνο να ξυπνήσεις την ψυχή τους". Ο Χοσέ Αρκάδιο Μπουενδία, που η αχαλίνωτη φαντασία του κάλπαζε πάντα πιο μακριά απ' τη σοφία της φύσης, ακόμα και πέρα κι από τα θαύματα και τη μαγεία, σκέφτηκε πως θα μπορούσε να αξιοποιήσει αυτή την άχρηστη εφεύρεση για να ξεριζώσει το χρυσάφι απ' τα σπλάχνα της γης. Ο Μελκίαδες, που ήταν τίμιος άνθρωπος, τον προειδοποίησε: "Δεν κάνει γι' αυτήν τη δουλειά". Ο Χοσέ Αρκάδιο Μπουενδία όμως δεν πίστευε εκείνη την εποχή στην τιμιότητα των τσιγγάνων. Κι έτσι αντάλλαξε το μουλάρι του κι ένα κοπάδι κατσίκια με τις δυο μαγνητικές πλάκες. Η Ούρσουλα Ιγουαράν, η γυναίκα του, που βασιζόταν σ' εκείνα τα ζώα για να καλυτερέψει το πενιχρό εισόδημα του νοικοκυριού τους, δεν κατάφερε να τον αποτρέψει.

"Πολύ γρήγορα θα μας περισσεύει χρυσάφι για να στρώνουμε και το δάπεδο της αυλής", απάντησε ο άντρας της. Δούλεψε σκληρά πολλούς μήνες για να αποδείξει πως οι ιδέες του ήταν σωστές. Εξερεύνησε σπιθαμή προς σπιθαμή όλη την περιοχή, ακόμα και το βυθό του ποταμού, σέρνοντας τις δύο σιδερένιες πλάκες και απαγγέλλοντας δυνατά το ξόρκι του Μελκίαδες.

Το μόνο που κατάφερε να ξεθάψει ήταν μια πανοπλία του δέκατου πέμπτου αιώνα, που όλα της τα κομμάτια ήταν κολλημένα μ' ένα στρώμα σκουριάς και το εσωτερικό της αντηχούσε σαν μια τεράστια κολοκύθα γεμάτη πέτρες. Όταν ο Χοσέ Αρκάδιο Μπουενδία και οι τέσσερις άντρες της εκστρατείας του κατάφεραν να διαλύσουν την πανοπλία, βρήκαν μέσα της έναν απολιθωμένο σκελετό, που 'χε κρεμασμένο στο λαιμό του ένα χάλκινο φυλαχτό με μια γυναικεία μπούκλα.

Το Μάρτη ξαναγύρισαν οι τσιγγάνοι. Αυτήν τη φορά είχαν φέρει ένα τηλεσκόπιο κι ένα μεγεθυντικό φακό, μεγάλο σαν ταμπούρλο, που τα επιδείκνυαν σαν την τελευταία ανακάλυψη των Εβραίων του Άμστερνταμ. Έβαλαν μια τσιγγάνα στην άλλη άκρη του χωριού κι έστησαν το τηλεσκόπιο στην είσοδο της σκηνής. Με πέντε ρεάλια, ο κόσμος κοίταζε μέσα από το τηλεσκόπιο κι έβλεπε την τσιγγάνα τόσο κοντά, σαν να μπορούσε να την πιάσει με το χέρι του. "Η επιστήμη κατάργησε τις αποστάσεις", διαλαλούσε ο Μελκίαδες. "Σε λίγο καιρό ο άνθρωπος θα μπορεί να βλέπει τι γίνεται σ' οποιοδήποτε μέρος του κόσμου χωρίς να βγαίνει απ' το σπίτι του". Ένα ζεστό μεσημέρι έκαναν μια τρομερή επίδειξη με το γιγάντιο φακό: μάζεψαν ένα σωρό ξερά χόρτα στη μέση του δρόμου και τους έβαλαν φωτιά συγκεντρώνοντας πάνω τους τις ηλιακές ακτίνες. Ο Χοσέ Αρκάδιο Μπουενδία, που ακόμα δεν είχε προλάβει να παρηγορηθεί για την αποτυχία που είχαν οι μαγνήτες του, συνέλαβε την ιδέα να χρησιμοποιήσει εκείνη την εφεύρεση σαν πολεμικό όπλο. Ο Μελκίαδες προσπάθησε και πάλι να τον αποτρέψει. Τελικά, όμως, δέχτηκε ν' ανταλλάξει τις δύο μαγνητικές πλάκες και τρία αποικιακά νομίσματα με το μεγεθυντικό φακό. Η Ούρσουλα έκλαψε από την ανησυχία της. Τα λεφτά αυτά ήταν από ένα μπαουλάκι με χρυσά νομίσματα που είχε μαζέψει ο πατέρας της σε μια ζωή όλο στερήσεις κι εκείνη τα είχε θάψει κάτω απ' το κρεβάτι ελπίζοντας πως θα βρεθεί η κατάλληλη ευκαιρία για να τα επενδύσει. Ο Χοσέ Αρκάδιο Μπουενδία δεν προσπάθησε ούτε καν να την παρηγορήσει, απορροφημένος ολοκληρωτικά απ' τα τακτικά του πειράματα με την αυταπάρνηση επιστήμονα κι ακόμη και με κίνδυνο της ίδιας του της ζωής. Προσπαθώντας ν' αποδείξει τα αποτελέσματα του φακού πάνω στο στρατό του εχθρού, εκτέθηκε ο ίδιος στη συγκέντρωση των ηλιακών ακτινών κι έπαθε εγκαύματα που έγιναν πληγές κι έκαναν πολύ να γιατρευτούν. Παρά τις διαμαρτυρίες της γυναίκας του, που είχε πανικοβληθεί μ' αυτή την επικίνδυνη εφεύρεση, κόντεψε να βάλει φωτιά στο σπίτι. Περνούσε ώρες ολόκληρες στο δωμάτιό του, υπολογίζοντας τις στρατηγικές δυνατότητες του νέου του όπλου, ώσπου κατάφερε να συντάξει ένα εγχειρίδιο εκπληκτικής διδακτικής σαφήνειας και ακαταμάχητης πειστικότητας. Το έστειλε στις αρχές, μαζί με πολυάριθμες περιγραφές των πειραμάτων του και με αρκετές σελίδες μ' επεξηγηματικά σχέδια, μ' έναν απεσταλμένο που πέρασε την Οροσειρά, χάθηκε σε απέραντους βάλτους, ανέβηκε ορμητικά ποτάμια και παραλίγο να χαθεί από τα άγρια θηρία, την απελπισία και την πανούκλα, ώσπου να βρει ένα δρόμο που συνδεόταν μ' εκείνον που χρησιμοποιούσαν τα μουλάρια του ταχυδρομείου. Παρόλο που το ταξίδι στην πρωτεύουσα ήταν λίγο πολύ αδύνατο εκείνη την εποχή, ο Χοσέ Αρκάδιο Μπουενδία είχε υποσχεθεί πως θα ταξίδευε αμέσως μόλις θα του έδινε εντολή η κυβέρνηση, για να δείξει και στην πράξη την εφεύρεσή του στις στρατιωτικές δυνάμεις και να τις εκπαιδεύσει προσωπικά στην περίπλοκη τέχνη του ηλιακού πολέμου.

Πέρασε πολλά χρόνια περιμένοντας την απάντηση. Τελικά, όταν βαρέθηκε να περιμένει, παραπονέθηκε στον Μελκίαδες για την αποτυχία του σχεδίου του και τότε ο τσιγγάνος του 'δωσε μια πειστική απόδειξη της τιμιότητάς του: του επέστρεψε τα χρυσά νομίσματα, μ' αντάλλαγμα το μεγεθυντικό φακό κι επιπλέον του άφησε μερικούς πορτογαλέζικους χάρτες και διάφορα ναυτικά όργανα.

Ο Γκ. Γκ. Μαρκές είναι σημαντικός σύγχρονος πεζογράφος από την Κολομβία. Τιμήθηκε το 1982 με το βραβείο Νόμπελ Λογοτεχνίας. Άλλα έργα του: Το φθινόπωρο του Πατριάρχη, Ο έρωτας στα χρόνια της χολέρας κ.ά.