Επιτομή Λεξικού Κριαρά
Λήμμα "βούρκος" | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- βούρκος το· πληθ. βούλκα, βούρκα.
-
- Θολά, ακάθαρτα νερά (του βυθού ή οχετού), λασπόνερα:
- θολώνεται, ταράσσεται και γίνεται ως το βούρκος (Φλώρ. 1361)·
- γιατί ’μαι βούρκα και πηλά κι όλο ατσαλιές γεμάτη (Ερωτόκρ. Ε´ 1138).
[πιθ. σχετ. με το μτγν. ουσ. βρύξ (Καλογεράς 1975: 320) ή το μεσν. λατ. burca (Αλεξίου 1981: ΙΙ 77). Η λ. το 13. αι. (LBG), στο Du Cange (‑α) και σήμ.]
- Θολά, ακάθαρτα νερά (του βυθού ή οχετού), λασπόνερα: