Επιτομή Λεξικού Κριαρά
Λήμμα "μπούργος" | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- μπούργος ο· μπούρκος.
-
— Βλ. και βούργον.
- Οικισμός έξω από κάστρο, από τειχισμένη πόλη, προάστιο (πβ. εξώκαστρον):
- απήλθεν εις το κάστρον κι η έτερή του φαμελία ήτον εκεί εις τον μπούρκον (Χρον. Μορ. H 8244).
- Τ. βούργος ως τοπων.:
- (Αχέλ. 244).
[<μεσν. λατ. burgus - γαλλ. bourg· ο τ. <μεσν. λατ. burcus - παλαιότ. γαλλ. bourc. T. βούργος το 14. αι. (LBG) και μπούργκος σήμ. ως τοπων. Η λ. στο Βλάχ.]
- Οικισμός έξω από κάστρο, από τειχισμένη πόλη, προάστιο (πβ. εξώκαστρον):