Επιτομή Λεξικού Κριαρά

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Λήμμα "μανιγόρδος"
μανιγόρδος ο· μανιόρδος.
  • Δήμιος·
    • (εδώ) νεκροθάφτης:
      • οι μανιόρδοι με χαρές τα σώματα να παίρνουν (Γεωργηλ., Θαν. 46).

[<ιταλ. manigoldo. Τ. μαλιγούρδος και μαλιόρdος σήμ. ιδιωμ. (Meyer, NS IV 47, Παπαχριστ., Kahane, GR II 120). Η λ. και ο τ. στο Du Cange και App.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες