Επιτομή Λεξικού Κριαρά
Λήμμα "κρωντήρι" | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- κρωντήρι το· κρυωντήρι(ο)ν· κρωτήρι.
-
- Πήλινο ή μετάλλινο αγγείο που κρυώνει το περιεχόμενό του:
- κρωντήρια γεμάτα οίνον (Nτελλαπ., Eρωτήμ. 1852).
[<ουσ. κρυωτήριον (Steph.). O τ. κρυωντήρι στο Somav. (λ. κρο‑). H λ. στο Somav. (ό.π.) και σήμ. (κοινότερη γρ. κρο‑)]
- Πήλινο ή μετάλλινο αγγείο που κρυώνει το περιεχόμενό του: