Επιτομή Λεξικού Κριαρά
Λήμμα "κονιορτός" | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- κονιορτός ο· κονιορκτός· κορνιακτός· κορνιαρκτός· κορνιαχτός· κουρνιαχτός.
-
- 1) Σκόνη, σύννεφο σκόνης:
- βλέποντας … ωσάν σύννεφα τον κορνιακτόν των εγκρεμνισμένων σπιτίων (Ιερόθ. Αββ. 331).
- 2) Σκόνη, τρίμμα, ρίνισμα:
- κονιορτόν από φακής … τρίψον (Ορνεοσ. αγρ. 5219‑10)·
- κονιορτόν σιδήρου τον αποπίπτοντα του άκμονος (Ορνεοσ. αγρ. 53612).
[αρχ. ουσ. κονιορτός. Ο τ. κορνιακτός στο Meursius. Οι τ. κορνιαχτός και κουρνιαχτός και σήμ. H λ. και σήμ. λόγ.]
- 1) Σκόνη, σύννεφο σκόνης: