Epitome of the Kriaras Dictionary
Lemma "καθυφαίνω" | << First < Previous Next > Last >> |
- καθυφαίνω· κατυφαίνω.
-
- Υφαίνω παρεμβάλλοντας στα νήματα και άλλα υλικά:
- πιλίον φοινικώδες … χρυσῴ και λίθοις άμα τε καλώς κατυφασμένον (Bίος Aλ. 3416).
[μτγν. καθυφαίνω]
- Υφαίνω παρεμβάλλοντας στα νήματα και άλλα υλικά: