Επιτομή Λεξικού Κριαρά
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- ιντύβιν το.
-
– Βλ. και αντίδι(ν).
- Αντίδι:
- ιντύβια με το ξύδι (Σταφ., Ιατροσ. 8217).
[<μτγν. ουσ. ίντυβος + κατάλ. ‑ιν. Τ. εντύβιον (<έντυβον, L‑S, LBG) τον 6. αι. (Lampe· βλ. και LBG) και στο Meursius. Τ. –ιον τον 5. αι. και –ι τον 6. αι. (LBG)]
- Αντίδι:



