Επιτομή Λεξικού Κριαρά
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- ηλιοβασίλευμαν το· ηλιοβασίλεμαν.
-
- Δύση του ήλιου:
- προς το ηλιοβασίλευμαν, ότε αρχεύει η νύκτα (Λίβ. Sc. 989).
[<ουσ. ήλιος + βασίλευμαν. Ο τ. και σήμ. (‑α)]
- Δύση του ήλιου:



