Επιτομή Λεξικού Κριαρά
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- εξοχή η.
-
- 1) Έκφρ. κατ’ εξοχήν = κατ’ εξαίρεση:
- (Πτωχολ. α 485).
- 2) Έξοδος:
- Αι δε τριήρεις … ίσταντο … έτοιμαι εις εξοχήν (Δούκ. 14721).
[αρχ. ουσ. εξοχή. Η λ. και σήμ.]
- 1) Έκφρ. κατ’ εξοχήν = κατ’ εξαίρεση:



