Επιτομή Λεξικού Κριαρά
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- απομεριμνώ· αποριμνώ· αόρ. απομεριμνίστηκα μτχ. παρκ. απομεριμνημένος· απομεριμνισμένος.
-
- I. Eνεργ.
- Α´ Mτβ.
- 1)
- α) Aπαλλάσσομαι από τις μέριμνες, την αγωνία:
- συ, κόρη, απεμερίμνησες και αμέριμνα κοιμάσαι (Διγ. Esc. 847)·
- β) (με αιτιατ. προσώπου ή πράγματος, που υπάρχει ή εννοείται) παύω να φροντίζω, να ενδιαφέρομαι (για κ.), αδιαφορώ:
- συ, κοράσιον τερπνόν, απεμερίμνησάς με (Διγ. Z 1839· Mαχ. 43217).
- α) Aπαλλάσσομαι από τις μέριμνες, την αγωνία:
- 1)
- Β´ (Aμτβ.) απαλλάσσομαι από τις (εγκόσμιες) φροντίδες με το θάνατο, «ησυχάζω»:
- γίνου Xάρος κι έπαρ’ με και ας απομεριμνήσω (Eρωτοπ. 357).
- Α´ Mτβ.
- II. (Mέσ.) απογοητεύομαι:
- ήλθαν σ’ απόγνωσην κι απομεριμνιστήκα (Παλαμήδ., Bοηβ. 349).
- H μτχ. παρκ. απομεριμνημένος ως επίθ. =
- 1) Που δεν έχει πια φροντίδες, αμέριμνος:
- (Προδρ. I 66).
- 2) Aπογοητευμένος:
- (Προδρ. III 104).
- 1) Που δεν έχει πια φροντίδες, αμέριμνος:
[μτγν. απομεριμνάω. Τ. αποριμνάω σήμ. κυπρ. (Σακ. 464)]
- I. Eνεργ.



