Επιτομή Λεξικού Κριαρά
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- ανατασμός ο· αναταγμός· αναταμός.
-
- Bασανιστήριο:
- τον αναταγμόν εκείνον τον φρικώδην (Kαλλίμ. 516).
[<ουσ. ανετασμός (9. αι., LBG)· βλ. και ετασμός]
- Bασανιστήριο:
Ένα εγχείρημα του Κέντρου Ελληνικής Γλώσσας για την υποστήριξη της ελληνικής γλώσσας στη διαχρονία της: αρχαία ελληνική, μεσαιωνική ελληνική, νέα ελληνική αλλά και στη συγχρονική της διάσταση.
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[<ουσ. ανετασμός (9. αι., LBG)· βλ. και ετασμός]
| © 2006 - 2008 Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας | Δικαίωμα Πνευματικής Ιδιοκτησίας | Όροι Χρήσης |