Επιτομή Λεξικού Κριαρά

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ἀνασφάζομαι
1 εγγραφή
ανασφάζομαι.
  • Σφάζω τον εαυτό μου, αυτοκτονώ:
    • (Πουλολ. 482 κριτ. υπ).

[<πρόθ. ανά + σφάζομαι]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες