Επιτομή Λεξικού Κριαρά
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- ακτύπητος, επίθ.· ανεκτύπητος.
-
- Που δε χτυπήθηκε, που δε λαβώθηκε:
- Eις ταύτην την συμπλοκήν του πολέμου … ολίγοι εφυλάχθησαν ακτύπητοι (Διγ. Άνδρ. 3923).
[<στερ. α‑ + κτυπώ. H λ. και σήμ.]
- Που δε χτυπήθηκε, που δε λαβώθηκε:



