Επιτομή Λεξικού Κριαρά
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- ακανθόχοιρος ο· ’κανθόχοιρος.
-
– Βλ. και σκαντζόχοιρος.
- Σκαντζόχοιρος:
- (Φυσιολ. (Legr.) 467)·
- ο άνθρωπος ώσπερ ’κανθόχοιρος σφαιροειδής εν τῳ τάφῳ ηκοντίζετο (Δούκ. 9110‑11).
[μτγν. ακανθόχοιρος (DGE· βλ. και LBG). Για τον τ. βλ. Psaltes 1913: 8]
- Σκαντζόχοιρος:



