Επιτομή Λεξικού Κριαρά

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: παπαδία
1 εγγραφή
παπαδία η· παπαδιά.
  • α) Σύζυγος παπά, πρεσβυτέρα:
    • Η παπαδιά παρέπεσεν … και καθαιρούσιν τον παπάν! (Γλυκά, Στ. 270· Βακτ. αρχιερ. 187
  • β) (ειρων.) ιέρισσα:
    • παπαδίαν αληθινήν εχειροτόνησέν σε (Πουλολ. 493).

[<πληθ. του ουσ. παπάς + κατάλ. ‑ία. Ο τ. στο Somav. και σήμ. Η λ. τον 6. αι. και σήμ. ιδιωμ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες