Επιτομή Λεξικού Κριαρά
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- πανώραιος, επίθ.· πανωραίος· πανώριος· υπερθ. πανωραιότατος.
-
- 1)
- α) Πολύ όμορφος, πανέμορφος:
- Ένας πανώραιος άγουρος αγαπά ωραίαν κόρην (Ερωτοπ. 164· Αχιλλ. (Smith) O 54)·
- (προκ. για πράγματα):
- εφαίνετο η τοποθεσία πανώραια ως παραδείσιν (Διγ. Esc. 1626)·
- β) (ως προσφών.):
- λυπήσου με τον ξένο …, πανώρια (Αγν., Ποιήμ. Β́ 7)·
- γ) (ειρων.):
- εσύ πανώραιε ανήρ, φάγε πίε (Σπανός A 262)·
- δ) (με υπερθ. σημασ.):
- καλοπρόσωπον, πανώραιον του κόσμου (ενν. παιδόπουλο) (Χρον. Τόκκων 3475).
- α) Πολύ όμορφος, πανέμορφος:
- 2) Ταιριαστός, ευχάριστος·
- (εδώ ειρων.):
- έδε πανώρια συντροφιά σ’ μονόπορο λιβάδι (Κάτης (Χόλτον) 97).
- (εδώ ειρων.):
- 3) (Προκ. για τραγούδι) μελωδικός:
- γλυκύν τραγούδιν ήρχισεν, έμορφον, πανωραίον (Αχιλλ. L 676).
- Το θηλ. του επιθ. πανώριος ως κύρ. όνομ.:
- (Πανώρ. Ά 97)·
- (σε μεταφ.):
- κάμε ωσάν Πανώρια όχι Μεδέα (Κυπρ. ερωτ. 13822).
[<παν‑ + επίθ. ωραίος. Ο τ. ‑ιος και σήμ. Η λ. το 10. αι.]
- 1)



