Επιτομή Λεξικού Κριαρά
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- παίζω.
-
- I. Ενεργ.
- Ά Μτβ.
- 1) Παίζω
- α) παιγνίδι:
- (Άνθ. χαρ. (κυπρ.) 147), (Σουμμ., Παστ. φίδ. B́ [1047])·
- (προκ. για βιτάλι, βλ. ά.):
- (Προδρ. II 26-13 χφ H κριτ. υπ.)·
- (εδώ σε ιδιάζ. χρ.):
- το κεφάλι του (ενν. του γενεράλε) έμπροσθεν του βιζίρη … μπάλα να το παίξουνε (Τζάνε, Κρ. πόλ. 52516)·
- β) (με την πρόθ. μετά + αιτιατ.):
- η θηλυκή (ενν. πελεκάνος) … βλέπει τα πουλία της και παίζει μετ’ εκείνα (Φυσιολ. (Legr.) 791).
- α) παιγνίδι:
- 2) (Προκ. για άθλημα ή αγώνισμα) συμμετέχω, παίρνω μέρος:
- Ρέντες και τζούστρες έπαιξα (Ιμπ. 772· Προδρ. IV 366), (Βουστρ. 449).
- 3)
- α) Ερωτοτροπώ:
- (Καλλίμ. 949)·
- β) συμμετέχω σε ερωτικά παιγνίδια:
- έλεγόν μου να παίξω με γυναίκας (Νεκταρ., Ιεροκοσμ. Ιστ. 138).
- α) Ερωτοτροπώ:
- 4)
- α) Παίζω τυχερό παιγνίδι:
- συμβουλεύω σε τα ζάρια να μη παίζεις (Σαχλ. N 108)·
- παίζει τα χαρτιά (Δεφ., Λόγ. 95)·
- β) διακινδυνεύω κ. σε τυχερό παιγνίδι:
- Έπαιξες και τα ρούχα σου και εχάσες τα εις το αζάριν (Πουλολ. 121).
- α) Παίζω τυχερό παιγνίδι:
- 5) Παίζω μουσικό όργανο:
- (Λίβ. P 1050), (Απολλών. 223)·
- (προκ. για καμπάνα):
- (Θρ. Κύπρ. 341)·
- φρ. παίζω τρουμπέτες της νίκης = (σε στρατιωτική χρ.) σαλπίζω νικητήριο σάλπισμα:
- (Τζάνε, Κρ. πόλ. 23810).
- 6)
- α) (Με αντικ. τη λ. μουσική):
- (Λίβ. Esc. 931)·
- β) (σε στρατιωτική χρ., με υποκ. μουσικό όργανο) δίνω παράγγελμα:
- (Ερωτόκρ. Δ́ 1193)·
- το τρουμπέτι έπαιξεν στρέμμαν (Μαχ. 6624)·
- (μεταφ.):
- Παίξετε …, σάλπιγγες τους καημούς μας (Ζήν. Γ́ 383).
- α) (Με αντικ. τη λ. μουσική):
- 7)
- α) Χειρίζομαι όπλο· πυροβολώ:
- οι καβαλάροι τω Φραγκώ … επαίζα τ’ αρκομπούζα τως (Τζάνε, Κρ. πόλ. 20222· 2927, 15224)·
- (προκ. για το τόξο του Έρωτα):
- (Ερωτόκρ. Ά 274)·
- (προκ. για σκριμίδα = ξιφομαχία μεταφ.):
- (Στάθ. Ά 124)·
- (μεταφ.):
- τ’ αστραποβροντίσματα το νέφαλο ας παίξει (Τζάνε, Κρ. πόλ. 55125)·
- β) (με την πρόθ. με + αιτιατ.):
- έπαιξεν (ενν. ο παχιάς) τόσον δυνατά με την αντελλαρίαν (Θρ. Κύπρ. 266)·
- γ) (με αντικ. τη λ. κοντάρι) παίρνω μέρος σε κονταροχτύπημα:
- (Ιμπ. (Legr.) 330· Λίβ. (Lamb.) N 658)·
- (με τη λ. κονταριές σε διάφ. τ.):
- (Αχιλλ. (Smith) N 157), (Ιμπ. (Legr.) 407).
- α) Χειρίζομαι όπλο· πυροβολώ:
- 8) Πολεμώ, μάχομαι με κάπ.:
- (Κορων., Μπούας 149)·
- Επαίζαν (ενν. οι Τούρκοι) και ακτυπούσαν της (ενν. της Αμμοχώστου) (Θρ. Κύπρ. M 726).
- 9) (Με υποκ. τη λ. μοίρα ή συνώνυμές της) ταλαιπωρώ, βασανίζω:
- το πώς παίζει τον άτυχον (ενν. η μοίρα), ωσάν παιγνιώτης λύραν (Σαχλ., Αφήγ. 26· Γλυκά, Στ. 312)·
- (σε βυζ. παροιμ.):
- η άρκος μετ’ εσέν παίζει· να παίξει και μετ’ αύτον (Γλυκά, Στ. 369).
- 10)
- α) Κοροϊδεύω, περιπαίζω:
- Πως με γελάς και παίζεις με, το λόγιασα περίσσα (Σουμμ., Παστ. φίδ. Á [72]· Αλεξ. 1312)·
- β) πειράζω, ενοχλώ:
- (Συναξ. γαδ. 186)·
- γ) (με τις προθ. με, μετά + αιτιατ.) αστειεύομαι με κάπ., δεν τον παίρνω στα σοβαρά:
- να μην αποκοτά ποτέ να παίζει μετά μένα (Ερωφ. Έ 256· Έ 238)·
- δ) χλευάζω, γελοιoποιώ:
- (Ανακάλ. 51)·
- ηθέλησε (ενν. ο σουλτάν Μεχεμέτης) να παίξει το αγγελικό σχήμα των καλογήρων (Δωρ. Μον. (Βαλ.) 45)·
- ε) διασκεδάζω κάπ.:
- να τους παίζει (ενν. η καμήλα) να γελούν (Διήγ. παιδ. 85).
- α) Κοροϊδεύω, περιπαίζω:
- 11)
- α) Εξαπατώ, ξεγελώ:
- (Ιστ. Βλαχ. 1736)·
- Όλους γελάς και παίζεις τους (ενν. κόσμε δολερέ) με τα πλανέματά σου (Φαλιέρ., Ρίμ. 117)·
- β) (με υποκ. τη λ. οίνος) μεθώ, ζαλίζω:
- (Ημερολ. 16).
- α) Εξαπατώ, ξεγελώ:
- 12) Κουνώ, σείω:
- Ένα δεντρόν … το 'παιζεν ο άνεμος (Τζάνε, Κρ. πόλ. 13423· Αιτωλ., Μύθ.1286)·
- φρ. παίζω κοντογύρισμα = κάνω ελιγμό:
- (Προδρ. I 176).
- 13) (Με αντικ. τη λ. άλογο) ιππεύω:
- (Ιστ. Βλαχ. 2134), (Διγ O 2919).
- 1) Παίζω
- Β́ Αμτβ.
- 1) Παίζω:
- (Σουμμ., Παστ. φίδ. Ά [1042]), (Καλλίμ. 1320)·
- (ειρων.):
- (Κορων., Μπούας 11)·
- (μεταφ.):
- αφότου κουρταλίσουσιν και παίξουσιν (ενν. τα κρομμύδια μέσα στο κακκάβι) (Προδρ. IV 370)·
- (προκ. για πουλί) πετώ εδώ κι εκεί:
- (Διγ. Άνδρ. 3756).
- 2) Χορεύω:
- (Αλεξ. 2728), (Διγ. Άνδρ. 4036).
- 3)
- α) Διασκεδάζω:
- (Διγ. Άνδρ. 37523‑4)·
- Του Μερκουρίου δε ο νους δεν ήτον στο τραπέζι, … να κάθεται να παίζει (Κορων., Μπούας 15)·
- (ειρων.):
- Παίζεις τοιαύτα ακούων, ω ιερεύ; Έχεις νουν; (Ναθαναήλ Μπέρτου, Στιχοπλ. IV 721)·
- β) (προκ. για στίχο) έχω διασκεδαστικό, ψυχαγωγικό περιεχόμενο:
- στίχους … παίζοντας, αλλ’ ουκ αναισχυντώντας (Προδρ. I 10)·
- γ) (προκ. για μάτια) φανερώνω παιγνιδιάρικη, εύθυμη διάθεση:
- (Ιμπ. 84)·
- δ) αστειεύομαι:
- όσοι χριστιανοί υπάσιν εις γάμον … μηδέ να παίζουσιν μηδέ να γελούσιν άσεμνα (Νομοκριτ. 71· Κορων., Μπούας 58).
- α) Διασκεδάζω:
- 4)
- α) Ερωτοτροπώ:
- (Ημερολ. 66), (Διγ. Άνδρ. 39618)·
- β) επιδίδομαι σε ερωτικά παιγνίδια:
- εστολίζουμουν … και επάντεχα τον νέον να παίξομεν (Διγ. Άνδρ. 3701)·
- φρ. παίξε γέλασε = (εδώ) διασκέδαση με ερωτικό σύντροφο:
- (Βοσκοπ. 227).
- α) Ερωτοτροπώ:
- 5)
- α) (Προκ. για μουσικό όργανο) παράγω ήχο· εκτελώ μουσικό κομμάτι:
- Βιολιά να παίζου (Τζάνε, Κρ. πόλ. 57017· Βίος Δημ. Μοσχ. 450)·
- β) (σε στρατιωτική χρ.) δίνω παράγγελμα:
- αγρυπνούσι κι όντε οι τρουμπέτες παίξουσι, στον πόλεμο να βγούσι (Τζάνε, Κρ. πόλ. 19026).
- α) (Προκ. για μουσικό όργανο) παράγω ήχο· εκτελώ μουσικό κομμάτι:
- 6) (Προκ. για όπλο) βρίσκομαι σε χρήση:
- επαίζαν τα δοξάρια (Τζάνε, Κρ. πόλ. 38821· 31312).
- 7) (Προκ. για τη γνώση, τη φρόνηση) ενεργοποιούμαι, λειτουργώ:
- (Σπαν. (Μαυρ.) P 94)·
- Να παίξει η φρόνεψή σου θέλω σε τούτη τη δουλειά (Στάθ. Á 159).
- 8) (Προκ. για άλογο) καλπάζω:
- (Διγ. Gr. 137).
- 1) Παίζω:
- Ά Μτβ.
- II. (Μέσ.) διασκεδάζω:
- ήτον (ενν. ο Αίας) αφροντιστικός, … πολλά πάντα επαίζετον μετά χαράς (Πόλ. Τρωάδ. 2105).
- Φρ.
- 1) Παίζω λεβάδα, βλ. λεβάδα Φρ. 2.
- 2) Παίζω τα μάτια = κοιτάζω δεξιά αριστερά, προς όλες τις κατευθύνσεις:
- (Στάθ. Γ́ 32).
- 3) Παίζω με το μάτι, βλ. ομμάτιον Φρ. 18.
- 4) Παίζω την πεζάλαν = βαδίζω, πηγαίνω με τα πόδια:
- (Προδρ. IV 312).
- 5) Παίζω και πηδώ = εκδηλώνω έντονη χαρά:
- (Τζάνε, Κρ. πόλ. 30513).
[αρχ. παίζω. Η λ. και σήμ.]
- I. Ενεργ.



