Επιτομή Λεξικού Κριαρά
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- πάγουρος ο· Πάγγουρος.
-
- Κάβουρας:
- (Ιατροσ. κώδ. ́αρς́).
- Ο τ. ως προσωποπ.:
- Μα … συμπέθερόν μου τον Πάγγουρον (Οψαρ. 36115).
[αρχ. ουσ. πάγουρος. Λ. πάγουρας σήμ. κοιν. Η λ. και σήμ. ποντ.]
- Κάβουρας:



