Επιτομή Λεξικού Κριαρά
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- ξενοψωμίτης ο.
-
- Αυτός που ζει εις βάρος άλλων:
- κόλακας και παρασίτους και ξενοψωμίτας (Σοφιαν., Παιδαγ. 103).
[<επίθ. ξένος + ουσ. ψωμί + κατάλ. ‑ίτης]
- Αυτός που ζει εις βάρος άλλων:



