Επιτομή Λεξικού Κριαρά
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- ξεκαλοκαιρεύω.
-
- Περνώ το καλοκαίρι σε κάπ. τόπο, ξεκαλοκαιριάζω:
- (Τζάνε, Κρ. πόλ. 57010).
[<ξε‑ + καλοκαιρεύω. Τ. ξηκαλοτζ̌αιρεύκω σήμ. κυπρ. (Χατζ., Λεξ.). Η λ. στο Somav.]
- Περνώ το καλοκαίρι σε κάπ. τόπο, ξεκαλοκαιριάζω:



