Επιτομή Λεξικού Κριαρά
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- ντελάλισσα η· τελάλισσα.
-
- Αυτή που διαλαλεί εμπορεύματα:
- (Βακτ. αρχιερ. 153).
[<ουσ. (ν)τελάλης (<τουρκ. dellâl - tellâl) + κατάλ. ‑ισσα]
- Αυτή που διαλαλεί εμπορεύματα:
Ένα εγχείρημα του Κέντρου Ελληνικής Γλώσσας για την υποστήριξη της ελληνικής γλώσσας στη διαχρονία της: αρχαία ελληνική, μεσαιωνική ελληνική, νέα ελληνική αλλά και στη συγχρονική της διάσταση.
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[<ουσ. (ν)τελάλης (<τουρκ. dellâl - tellâl) + κατάλ. ‑ισσα]
| © 2006 - 2008 Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας | Δικαίωμα Πνευματικής Ιδιοκτησίας | Όροι Χρήσης |