Επιτομή Λεξικού Κριαρά
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- νησιώτης ο· νησώτης.
-
- Ο κάτοικος του νησιού (ιδ. του Αιγαίου):
- (Λίμπον. 458), (Τζάνε, Κρ. πόλ. 33625).
[αρχ. ουσ. νησιώτης. Η λ. και σήμ.]
- Ο κάτοικος του νησιού (ιδ. του Αιγαίου):



