Επιτομή Λεξικού Κριαρά

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: νεογέννητος
1 εγγραφή
νεογέννητος, επίθ.
  • Που έχει γεννηθεί πρόσφατα:
    • νεογέννητα βρέφη (Χριστ. διδασκ. 146).

[<επίθ. νέο (<επίθ. νέος) + γεννώ. Η λ. τον 9. αι. και σήμ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες