Επιτομή Λεξικού Κριαρά

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: μωρός
3 εγγραφές [1 - 3]
μωρός, επίθ.· άμωρος.
  • 1) (Προκ. για πρόσωπο)
    • α) ανόητος, κουτός:
      • (Μαχ. 4806), (Αιτωλ., Βοηβ. 204
      • (υβριστ.):
        • ο μωρός και ο μεθυσμένος λαός της Αμοχούστου (Μαχ. 31426
      • (σε κλητ. προσφών. μειωτ.):
        • Μωρές κουζουλοκοπελιές, είντα 'ναι τά μιλείτε; (Πανώρ. Δ́ 55
    • β) απερίσκεπτος, άμυαλος· που δεν επιδεικνύει σύνεση:
      • φυλακισμένος ων μωρός πάλιν ην λέγων μωρίας ρήματα (Κομνηνής Άννας Μετάφρ. 255
      • (σε σχ. υπαλλαγής):
        • Η γαρ μωρά των Ρωμαίων συναγωγή εσκέψατό τινα ματαίαν βουλήν (Δούκ. 2937).
  • 2) Διανοητικά καθυστερημένος:
    • παίδες μωρών ή δαιμονιάρων (Ελλην. νόμ. 55423).
  • 3) (Προκ. για ενέργεια)
    • α) που είναι αποτέλεσμα μωρίας:
      • μωρόν τούτο το έργον (Ερμον. Χ 296
    • β) που δείχνει μωρία:
      • μωρά και άπρεπα λόγια (Σοφιαν., Παιδαγ. 100).
  • 4) (Προκ. για τη σοφία του Θεού) που εμφανίζεται ανόητη, πολύ απλοϊκή στα μάτια των απίστων:
    • την μωρήν σοφίαν του Θεού, την σοφοτέραν παρά την σοφίαν των ανθρώπων, σημαίνει η φάτνη (Πηγά, Χρυσοπ. 261 (30)).
  • 5) (Θρησκ.) που δεν έχει επίγνωση του αληθινού Θεού:
    • γένος μωρόν και άπιστον (Διακρούσ. 11226).
  • Το αρσ. ως ουσ. = ο ανόητος άνθρωπος:
    • (Διδ. Σολομ. P 133
    • (σε παροιμ.):
      • Γίνεται ο ξένος του μωρού σαμάριν και καθίζει (Περί ξεν. 58).
  • Το θηλ. ως επιφ. έκφρ. συν. με προσβλητική ή επιτιμητική χροιά:
    • Μωρή βρομοστενίτισσα και μυριοκαπνισμένη (Πουλολ. 138).

[αρχ. επίθ. μωρός. Η λ. και σήμ.]

μωροσπανός, επίθ.
  • Που δεν είναι εντελώς σπανός:
    • μωροσπανός, μωρογεμάτος (ενν. ο παπακυρ-Δημήτριος) (Συναδ. φ. 22r).

[<μωρο‑ + επίθ. σπανός]

μωροσωζάτος, επίθ.
  • Που εξασφαλίζει κάπως τα αναγκαία, που βρίσκεται σε μέτρια οικονομική κατάσταση:
    • συμμαζιχτικόν μοναστήρι και μωροσωζάτο (Συναδ. φ. 37r).

[<μωρο‑ + επίθ. σωζάτος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες