Επιτομή Λεξικού Κριαρά
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- μπενεφίτσιο το· μπενεφίτσιον.
-
- Όφελος:
- δεν το 'καμα … ογιά κακό σου, anzi perché desidero το μπενεφίτσιό σου (Φορτουν. Ά 397).
[<ιταλ. beneficio· πβ. παλαιότ. βενεφίκιον (4. αι.)]
- Όφελος: