Επιτομή Λεξικού Κριαρά
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- μοίρασμα το.
-
- α) Μοιρασιά:
- (Αιτωλ., Μύθ. 1028)·
- β) διάταξη, σειρά:
- Τέλος του μοιράσματος των κάβων από τον πονέντη εις τον λεβάντη (Πορτολ. A 30016).
[<αόρ. του μοιράζω + κατάλ. ‑μα. Η λ. στο Somav. και σήμ.]
- α) Μοιρασιά:



