Επιτομή Λεξικού Κριαρά
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- μετζίτιον το· μετζέτι· μετζίτι(ν).
-
— Βλ. και μασγίδιον.
- Μουσουλμανικός λατρευτικός χώρος, τζαμί:
- Ναούς και μοναστήρια είπε να τα χαλάσουν, … μετζίτια να φτιάσουν διά να βάλει χόντζηδες (Διακρούσ. 9814).
[<τουρκ. mescid. Η λ. στο Meursius]
- Μουσουλμανικός λατρευτικός χώρος, τζαμί: