Επιτομή Λεξικού Κριαρά
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- μετεωρίζω· μετωρίζω.
-
- I. Eνεργ.
- Ά (Μτβ.) διασκεδάζω, ψυχαγωγώ κάπ.:
- κρότησον την κιθάραν σου και μετεώρισόν μοι (Διγ. Z 2871).
- Β́ (Αμτβ.) κάνω αστεία, αστειεύομαι:
- ο Ιησούς μετωρίζοντας παίρνει το κανάτι … και τσακίζει το (Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. φ. 247v).
- Ά (Μτβ.) διασκεδάζω, ψυχαγωγώ κάπ.:
- ΙI. Μέσ.
- Ά Αμτβ.
- α) συζητώ για ανούσια ή ανόητα πράγματα, κενολογώ:
- δεν έσμιγε με νέους ατάκτους πώποτε, να γελά και να μετεωρίζεται (Μαρτύρ. αγ. Νικολ. 1619)·
- β) αστεΐζομαι, χωρατεύω:
- (Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. φ. 353v), (Διήγ. παιδ. 115).
- α) συζητώ για ανούσια ή ανόητα πράγματα, κενολογώ:
- Β́ (Μτβ.) αστειεύομαι με κάπ., «πειράζω» κάπ.:
- (Διγ. Άνδρ. 37826).
- Ά Αμτβ.
[αρχ. μετεωρίζω. Ο τ. στο Steph. και σήμ. ιδιωμ.]
- I. Eνεργ.