Επιτομή Λεξικού Κριαρά

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: μεταξένιος
1 εγγραφή
μεταξένιος, επίθ.
  • Που είναι από μετάξι, μεταξωτός:
    • μεταξένια σκέπη (Φαλιέρ., Ενύπν. 15).

[<ουσ. μετάξι + κατάλ. ‑ένιος. Η λ. στο Somav. (λ. ‑ίτικος) και σήμ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες