Επιτομή Λεξικού Κριαρά
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- μεσολορδάδος, επίθ.
-
- Μισοβρόμικος:
- σοφίτα μεσολορδάδα (Βαρούχ. 8414).
[<μεσο‑ + επίθ. *λορδάδος (<βεν. *lordado ή lordato, με επίδρ. της κατάλ. ‑άδος)]
- Μισοβρόμικος:
Ένα εγχείρημα του Κέντρου Ελληνικής Γλώσσας για την υποστήριξη της ελληνικής γλώσσας στη διαχρονία της: αρχαία ελληνική, μεσαιωνική ελληνική, νέα ελληνική αλλά και στη συγχρονική της διάσταση.
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[<μεσο‑ + επίθ. *λορδάδος (<βεν. *lordado ή lordato, με επίδρ. της κατάλ. ‑άδος)]
| © 2006 - 2008 Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας | Δικαίωμα Πνευματικής Ιδιοκτησίας | Όροι Χρήσης |