Επιτομή Λεξικού Κριαρά

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: μαργώνω
1 εγγραφή
μαργώνω.
  • Ά (Αμτβ.) ξεπαγιάζω, μουδιάζω από το κρύο:
    • εμάργωνεν εις τη φωτιά, κι ήβραζε στον αέρα (Ερωτόκρ. Ά́ 1747).
  • (Μτβ., μεταφ.) παύω κ.:
    • τα τόσα γερατειά την όρεξη μαργώνου (Ερωτόκρ. Γ́ 823).
  • Η μτχ. παρκ. ως επίθ. = παγωμένος· μουδιασμένος, ναρκωμένος από το κρύο:
    • απόμεινεν … ασάλευτος και αμίλητος, σα νά 'τον μαργωμένος (Ριμ. Απολλων. [1700]).

[<*μαρκώνω <*μαλκώνω <αρχ. μαλκιάω, μαλκίω ή <συμφ. μαλκίω + μαργάω (Καραποτόσογλου 1985: 157-9, όπου και οι παλαιότερες ετυμ.· πβ. και Χατζ., Λεξ., λ. μαρκώννω). Η λ. στο Du Cange (μαργομένος), στο Somav. και σήμ. λαϊκ. - ιδιωμ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες