Επιτομή Λεξικού Κριαρά
| 8 εγγραφές [1 - 8] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- μαντί το· μανδί· μανδίν· μανδίον· μαντίν· μαντί(ο)ν.
-
- 1) Μακρύς γυναικείος μανδύας:
- μετά βάγιων και μαντιών οι αρχόντισσες γυρίζουν (Απόκοπ. 119).
- 2) Καλύπτρα, βέλο:
- εστερέψες μου το δεις σου με σκλερόν μαντίν τακένον (Κυπρ. ερωτ. 1248).
- 3) Κυκλοειδές ωμοφόριο ιερωμένου:
- μανδία, παραμάνδια μητροπολεπισκόπων (Διήγ. παιδ. 506).
[παλαιότ. ουσ. μαντίον (5. αι., Lampe, TLG) <μτγν. μάντος (L‑S Suppl., <υστλατ. mantus) + κατάλ. ‑ίον. Ο τ. ‑δίον στο Lampe και το Meursius. (‑δύ‑). Η λ. και σήμ. ιδιωμ.]
- 1) Μακρύς γυναικείος μανδύας:
- μαντίκι(ν) το.
-
- (Ναυτ.) καθένα από τα σκοινιά που συγκρατούν τις κεραίες των τετραγωνικών πανιών από τις άκρες και τις διατηρούν κάθετες στο κατάρτι:
- ανέλα … του μαντικίου (Καραβ. 50327).
[<βεν. mantichio (Kahane - Tietze 1958: 289-90, Kahane, GR II 117). Η λ. (‑ι) και σήμ.]
- (Ναυτ.) καθένα από τα σκοινιά που συγκρατούν τις κεραίες των τετραγωνικών πανιών από τις άκρες και τις διατηρούν κάθετες στο κατάρτι:
- μαντικός, επίθ.
-
- Προφητικός:
- μαντικόν και θεηγόρον στόμα (Διγ. Gr. 3264).
- Το ουδ. ως ουσ. = μαντική ικανότητα:
- το μαντικόν του κόρακος (Γλυκά, Στ. 32).
[αρχ. επίθ. μαντικός. Η λ. και σήμ.]
- Προφητικός:
- μαντίλ‑, μαντιλ‑,
- βλ. μαντήλ‑, μαντηλ‑.
- μαντίνες οι,
- βλ. ματίνες.
- μαντινίρω,
- βλ. μαντενίρω.
- μαντί(ο)ν το,
- βλ. μαντί.
- μάντισσα η.
-
- Μάγισσα:
- Δεν έτρεξεν (ενν. ο παράλυτος) εις μάγους και μάντισσες (Πηγά, Χρυσοπ. 59 (18)).
[<ουσ. μάντης + κατάλ. ‑ισσα. Η λ. στο Steph. και σήμ.]
- Μάγισσα:



