Επιτομή Λεξικού Κριαρά

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: μαναρόλα
1 εγγραφή
μαναρόλα η.
  • Μικρό τσεκούρι:
    • (Βαρούχ. 3919).

[<μεσν. λατ. manarola]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες