Επιτομή Λεξικού Κριαρά
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- μαζεύω· μαζεύγω· αόρ. έμασα· ά πληθ. μέσ. αορ. εμαζέκτημαν· εμαζέκτημεν.
-
- I. (Ενεργ.) συναθροίζω, συγκεντρώνω:
- Ο γουν δεσπότης έμασεν όλο του το φουσσάτο (Χρον. Τόκκων 2922).
- II. (Μέσ.) συναθροίζομαι, συγκεντρώνομαι:
- εμαζεύτημεν πολλοί (Διήγ. πανωφ. 56).
[<ομαδεύω (βλ. ά.) με παρετυμ. προς τα μάζα - μαζώνω (Ανδρ.). Η λ. και σήμ.]
- I. (Ενεργ.) συναθροίζω, συγκεντρώνω:



