Επιτομή Λεξικού Κριαρά
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- μαγαζί το· μαγαζί(ο)ν· μαγατζί· πληθ. μαγατζά.
-
— Βλ. και μαγαζάς, μαγαζένι(ν), μαγαζές.
- α) Αποθήκη:
- τα σπίτια και τα μαγατζιά, οπού ’χασιν τα στάρια (Τζάνε, Κρ. πόλ. 36011)·
- (ιδιάζ. χρ.):
- να ανοίξει ο Κύριος εσέν το μαγαζί του το καλό, τον ορανό, να δώσει τη βροχή της ηγής σου (Πεντ. Δευτ. XXVIII 12)·
- β) κατάστημα ή εργαστήριο:
- (Επιστ. Μωάμ. 674), (Τζάνε, Κρ. πόλ. 37913).
[<ανατολ. βεν. magasín, αραβ. προέλ. (Kahane-Tietze 1958: 278-9). Η λ. στο Du Cange (‑άζι) και σήμ.]
- α) Αποθήκη:



