Επιτομή Λεξικού Κριαρά

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: λύκος
1 εγγραφή
λύκος ο.
  • 1) Το ζώο λύκος:
    • (Πανώρ. Γ́ 281), (Αχέλ. 781
    • λύκου γνώμη (Σπανός A 53).
  • 2) (Μεταφ.)
    • α) τύραννος, δυνάστης:
      • ώσπου ο λύκος κρατεί εις την Κύπρον (Μαχ. 50817
    • β) κλέφτης:
      • λύκοι ψαροπούληδες (Μαχ. 48630
    • γ) άπιστος, αλλόφυλος:
      • εκεί που σφάξαν τα 'μορφα κοράσια οι λύκοι (ενν. οι Σαρακηνοί) (Διγ. O 470
    • δ) εχθρός:
      • αιρετικούς, λύκους της εκκλησίας (Φυσιολ. (Legr.) 463
    • ε) έκφρ. προβατόσχημος λύκος = υποκριτής:
      • (Δούκ. 3815).
  • 3) Είδος φυτού, ζιζάνιο:
    • φυτείαν λύκους (Σπανός B 127).

[αρχ. ουσ. λύκος. Η λ. και σήμ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες