Επιτομή Λεξικού Κριαρά

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: λουμπαρδάρης
1 εγγραφή
λουμπαρδάρης ο.
— Πβ. και μπομπαρδάρης.
  • Πυροβολητής, κανονιέρης:
    • ένας Ρωμαίος … ήτονε πολλά τεχνίτης λουμπαρδάρης (Χρον. σουλτ. 8220).

[<ουσ. λουμπάρδα + κατάλ. ‑άρης]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες