Επιτομή Λεξικού Κριαρά

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: λουλάκιν
1 εγγραφή
λουλάκιν το.
  • Είδος φυτού:
    • λουλάκιν τρίψας (Ιατροσόφ. 842).

[μτγν. ουσ. λουλάκιον. Η λ. και σήμ. (‑ι)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες