Επιτομή Λεξικού Κριαρά

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: λουκάνικο(ν)
1 εγγραφή
λουκάνικο(ν) το.
  • Λουκάνικο:
    • (Διήγ. παιδ. 379), (Πανώρ. Ά 389).

[<λατ. lucanicum. Η λ. τον 4. αι. (L‑S Suppl., ‑ον) και σήμ. (‑ο)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες