Επιτομή Λεξικού Κριαρά

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: λογαριάζω
1 εγγραφή
λογαριάζω.
  • Ά Μτβ.
    • 1)
      • α) Υπολογίζω:
        • λαβέ τα κατάστιχα και … λογάριασε ακριβώς πόσοι εισίν άνθρωποι (Σφρ., Χρον. 13220
      • β) περιλαμβάνω, συνυπολογίζω:
        • σπίτια της αυλάς ος δεν είναι αυτωνών … να λογαριάσετε (Πεντ. Λευιτ. XXV 31
      • γ) τακτοποιώ, υπολογίζω:
        • Πὄμαθες … εύμορφα τα πράγματα να τα λογαριάζεις; (Αιτωλ., Μύθ. 3716).
    • 2)
      • α) Σκέφτομαι, υπολογίζω:
        • Καθεείς πρέπει να λογαριάζει πράγμα που μεταχειρισθεί ανέν και ταιριάζει (Αιτωλ., Μύθ. 1911· Ερωφ. Β́ 221
      • β) λαμβάνω υπόψη:
        • δεν ελογαριάζανε τι πάθασι κι οι άλλοι (Τζάνε, Κρ. πόλ. 31320).
    • 3) Νομίζω, θεωρώ:
      • λογάριαζε πως είν’ αναπαημένος (Ερωφ. Β́ 225
      • ελογάριασέ την για κούρβα (Πεντ. Γέν. XXXVIII 15).
    • 4) Σκοπεύω:
      • κι αν λογαριάζω να μισέψω, μηδέν θαρείς και πάγω 'πό ξαυτόν σου (Κυπρ. ερωτ. 631).
    • 5) Προσδοκώ, περιμένω:
      • (Ροδολ. Έ 349
      • είδανε πράμα ξαφνικό που δεν ελογαριάζα (Τζάνε, Κρ. πόλ. 32018).
    • 6)
      • α) Διηγούμαι, περιγράφω:
        • θε να σου λογαριάσω ποιος μὄκοψε τα χέρια μου και μ’ άφησε στο δάσο (Ευγέν. 1299· Σουμμ., Παστ. φίδ. Έ [1347]
      • β) αναφέρω, κατονομάζω:
        • (Θησ. Β́ [114]).
    • 7) Προορίζω:
      • ο κύρης σου για παντρειά μ’ άλλο σε λογαριάζει (Ερωτόκρ. Γ́ 1080).
  • Β́ Αμτβ.
    • 1) Υπολογίζω:
      • (Πεντ. Λευιτ. XXV 52).
    • 2)
      • α) Σκέφτομαι, έχω στο νου:
        • μέσα της λογαριάζει … (Ερωτόκρ. Δ́ 259
      • β) σχεδιάζω:
        • ετούτος βέβια για τους δυο ετούτους λογαριάζει (Σουμμ., Παστ. φίδ. Έ [1392]).
    • 3)
      • α) Διηγούμαι, εκθέτω:
        • (Ευγέν. 882
      • β) μιλώ, λέγω:
        • αποκρίθη Δάρειος έτσι και λογαριάζει … (Αλεξ. 1370
      • γ) συνομιλώ, συζητώ:
        • επαύσασιν τ’ αδέλφια με την κόρη να λογαριάζουσιν (Διγ. O 477).
    • 4) Έχω σημασία, «μετράω»:
      • αληθινά 'ναι … το κόμπωμα κι η εντροπή που λογαριάζει (Ροδολ. Δ́ 126).

[<ουσ. λογάρι + κατάλ. ‑άζω. Η λ. το 12. αι., σε σχόλ., στο Meursius (‑ειν) και σήμ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες