Επιτομή Λεξικού Κριαρά
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- λαχτάρα η· λακτάρα.
-
- 1) Τρεμούλα, ταραχή, συγκίνηση (από έντονο συναίσθημα αγάπης ή πόνου):
- στα σωθικά μου λακτάρα και καημό γροικώ μεγάλο (Πιστ. βοσκ. I 3, 83· Ερωτόκρ. Β́ 2292)·
- (προκ. για την καρδιά):
- (Θυσ. 171).
- 2) Ζωηρή επιθυμία:
- πόση λαχτάρα και καημόν έχουν όσοι αγαπούσι (Πανώρ. Έ 74).
- 3) Εκτίμηση:
- για λόγου σου 'χανε πρώτα πολλή λακτάρα (Διγ. O 612).
[<λαχταρίζω ή <θ. λαχτ‑/λακτ‑ (πβ. λακτέα, ‑ίζω) + κατάλ. ‑άρα. Ο τ. στο Βλάχ. Η λ. και σήμ.]
- 1) Τρεμούλα, ταραχή, συγκίνηση (από έντονο συναίσθημα αγάπης ή πόνου):



