Επιτομή Λεξικού Κριαρά

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κούκλης
1 εγγραφή
κούκλης ο.
  • Πετεινός:
    • αφότις πιούσιν περισσά …, γίνονται ωσάν τον μεθυστήν, τον πελελόν τον κούκλη (Σαχλ., Αφήγ. 201).

[<ουσ. κουκλί (<κουκούλι, Πάγκ. Β´, λ. κούκ’λης) + κατάλ. ης. Η λ. και σήμ. κρητ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες