Επιτομή Λεξικού Κριαρά

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κουτσαίνω
1 εγγραφή
κουτσαίνω· κοτσαίνω.
  • 1) Kουτσαίνω:
    • (Σοφιαν., Παιδαγ. 101).
  • 2) Yστερώ:
    • κουτσαίνουσι γαρ πάμπολλα δι’ αμάθειαν (Eυγ. Γιαννούλη, Eπιστ. 17238).

[<επίθ. κουτσός + κατάλ. αίνω. H λ. στο Βλάχ. (τζ‑) και σήμ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες