Επιτομή Λεξικού Κριαρά

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κουρτέλα
2 εγγραφές [1 - 2]
κουρτέλα (I) η· κουρτέλλα, (Μαχ. 26617).
  • Mαχαίρι:
    • μια κουρτέλ’ ακονισμένη (Bοσκοπ. 179).

[<βεν. cortela. Ο τ. και σήμ. κυπρ. (Χατζ., Λεξ.). Η λ. και τ. κουτέλα σήμ. ιδιωμ. (Kahane, GR II 308)]

κουρτέλα (II) η.
  • ?Mικρή αυλή:
    • (Kατζ. B´ 128).

[<ουσ. κούρτη η + κατάλ. έλα]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες