Επιτομή Λεξικού Κριαρά
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- κουλούκι(ν) το.
-
- 1) Νεογνό σκύλας ή αρκούδας, κουτάβι:
- δύο αρκούδια … αρσενικόν και θηλυκόν, είχαν και δυο κουλούκια (Διγ. Esc. 669).
- 2) (Υβριστ.) ανόητος, απερίσκεπτος:
- Τόσα τσεκίνια … και να τα ρίξεις ογιαμιά, κουλούκι, να τα χάσεις (Κατζ. Γ´ 132).
[<ουσ. *κυλάκιον <σκυλάκιον. Λ. ‑κης τον 9. αι. και ‑κάκι στο Βλάχ. Η λ. (‑ι) στο Du Cange (λ. ‑ης) και σήμ. ιδιωμ.]
- 1) Νεογνό σκύλας ή αρκούδας, κουτάβι:



