Επιτομή Λεξικού Κριαρά

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κουβεντιάζω
1 εγγραφή
κουβεντιάζω.
  • Κουβεντιάζω, συζητώ:
    • (Τζάνε, Κρ. πόλ. 4044).

[<ουσ. κουβέντα + κατάλ. ιάζω. Η λ. και σήμ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες